ΣΑΚΧΑΡΩΔΗΣ ΔΙΑΒΗΤΗΣ ΤΥΠΟΥ 1
Ο σακχαρώδης διαβήτης αποτελεί σήμερα τη μεγάλη παγκόσμια μεταβολική νόσο που η εξάπλωσή της λαμβάνει πλέον εκρηκτικές διαστάσεις.
Σε περισσότερο από το 95% των περιπτώσεων, ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 είναι μία αυτοάνοση ενδοκρινοπάθεια, ενώ στις υπόλοιπες περιπτώσεις είναι ιδιοπαθής. Στη νόσο αυτή, ο οργανισμός αναγνωρίζει ως ξένα τα β-κύτταρα του παγκρέατος που παράγουν ινσουλίνη και επιστρατεύει το αμυντικό σύστημα με στόχο την καταστροφή και εξόντωση των κυττάρων αυτών. Η καταστροφή αυτή μπορεί να διαρκέσει από μερικούς μήνες έως κάποια χρόνια, αλλά οδηγεί συνήθως στην απόλυτη ένδεια ινσουλίνης και παθολογική άνοδο του σακχάρου στο αίμα.
Επιστροφή στην αρχήΗ ανοσολογική διαταραχή, που προκαλεί την καταστροφή των β-κυττάρων οφείλεται σε ένα συνδυασμό γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Φαίνεται, πως περιβαλλοντικοί παράγοντες ενεργοποιούν την αυτοάνοση αυτή διαταραχή σε γενετικά προδιαθετημένα άτομα. Τέτοιοι περιβαλλοντικοί παράγοντες περιλαμβάνουν ιούς και διάφορα κυτταροτοξικά χημικά.
Επιστροφή στην αρχήΗ πιθανότητα των παιδιών διαβητικών μητέρων τύπου 1 να εμφανίσουν Διαβήτη τύπου 1 είναι 3%, ενώ το αντίστοιχο ρίσκο παιδιών διαβητικών πατέρων τύπου 1 είναι 6%. Οι συγγενείς των ασθενών με διαβήτη τύπου 1 διατρέχουν επίσης αυξημένο κίνδυνο να εμφανίζουν Διαβήτη τύπου 1.
Επιστροφή στην αρχήΟ Διαβήτης τύπου 1 μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά η αιχμή της επίπτωσής του είναι μεταξύ 4-6 ετών και στην εφηβεία. Αν και τα περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα εμφανίζονται κυρίως στις γυναίκες, ο Διαβήτης τύπου 1 εμφανίζεται εξίσου και στα δύο φύλλα.
Επιστροφή στην αρχήΗ επίπτωση του διαβήτη τύπου 1 ποικίλλει ανάλογα με την χώρα. Στην Ελλάδα η ετήσια επίπτωση του διαβήτη τύπου 1 είναι 9 ανά 100,000 παιδιά, ηλικίας έως 14 ετών.
Επιστροφή στην αρχήΤα συμπτώματα και σημεία προκύπτουν από την απουσία ινσουλίνης, που καθιστά αδύνατη την είσοδο και χρήση της γλυκόζης στα κύτταρα, με συνέπεια την παραγωγή άλλων μορφών ενέργειας, των κετονών, που μπορούν όμως σε αυξημένες ποσότητες να οδηγήσουν σε κώμα και θάνατο. Τα πιο συχνά συμπτώματα και σημεία του Διαβήτη τύπου 1 είναι:
Αφού έχει τεθεί η Διάγνωση Σακχαρώδη Διαβήτη, ο κλινικός ιατρός θα πρέπει να εξακριβώσει τον τύπο του διαβήτη, ώστε να τον θεραπεύσει κατάλληλα. Αυτό ωστόσο, δεν είναι πάντα εύκολο, καθώς τα όρια μεταξύ του Διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2 δεν είναι σαφή. Ο διαχωρισμός τους επιτυγχάνεται με ένα συνδυασμό κλινικής παρουσίασης, φυσικής εξέτασης και του ιστορικού, ενώ υποστηρίζεται από τις παρακάτω εξετάσεις:
Αφού έχει καθοριστεί ο τύπος του Σακχαρώδη Διαβήτη, θα πρέπει να γίνει διάγνωση και θεραπεία των συν-νοσηροτήτων του μεταβολισμού, όπως η υπερλιπιδαιμία, η παχυσαρκία, η λιπώδης διήθηση του ήπατος, αλλά και άλλων αυτοάνοσων νοσημάτων (όπως αυτοάνοση θυροειδίτιδα), στην περίπτωση του Διαβήτη τύπου 1. Επιπλέον, θα πρέπει να γίνει έλεγχος της κατάστασης ζωτικών οργάνων, όπως είναι της καρδιάς, των νεφρών αλλά και της κατάστασης των ούλων. Τέλος, η ψυχολογική κατάσταση του ασθενούς και η αποδοχή της νόσου θα πρέπει επίσης να διερευνηθούν.
Επιστροφή στην αρχήΗ θεραπεία του Διαβήτη τύπου 1 συνίσταται στην υποκατάσταση της ορμόνης που ανεπαρκεί, δηλαδή της ινσουλίνης, με τρόπο που να μιμείται την φυσιολογική λειτουργία του παγκρέατος. Για να γίνει αυτό, η χορηγούμενη ινσουλίνη πρέπει να συντονίζεται με τα γεύματα και την φυσική δραστηριότητα, όσο το δυνατόν πλησιέστερα στον φυσιολογικό τρόπο έκκρισης της. Το τελευταίο επιτυγχάνεται με την χορήγηση ενός συνδυασμού βασικής/προ-γευματικής ινσουλίνης. Η ινσουλίνη μπορεί να χορηγηθεί υποδορίως με ενέσεις, πένες, ή αντλία ινσουλίνης.
Η βασική ινσουλίνη είναι μία μακράς δράσης ινσουλίνη, που εξασφαλίζει την διατήρηση των επιπέδων γλυκόζης σε σταθερά επίπεδα κατά τις περιόδους νηστείας (νύχτα, μεταξύ των γευμάτων) και χορηγείται με μία υποδόρια ένεση μακράς δράσης ινσουλίνης ημερησίως ή με συνεχή υποδόρια χορήγηση ταχείας δράσης ινσουλίνης μέσω αντλίας.
Η προ-γευματική ινσουλίνη είναι μία ταχείας δράσης ινσουλίνη, που ομαλοποιεί την μεταγευματική άνοδο των επιπέδων γλυκόζης. Χορηγείται πριν τα γεύματα και η ακριβής δόση καθορίζεται από ένα συνδυασμό των επιπέδων σακχάρου πριν το γεύμα, το μέγεθος και την σύσταση του γεύματος και την αναμενόμενη δραστηριότητα.
Τί είναι η αντλία ινσουλίνης;
Η αντλία ινσουλίνης προσφέρει συνεχή υποδόρια έγχυση ταχείας δράσης ινσουλίνης, ως βασική ινσουλίνη και δόσεις bolus ταχείας ινσουλίνης προ-γευματικά, μέσω μίας αντλίας έγχυσης. Στόχος της τεχνολογίας αυτής είναι η πλησιέστερη απομίμηση της λειτουργίας του παγκρέατος και η μεγαλύτερη ευελιξία και άρα η καλύτερη ποιότητα ζωής. Υπάρχουν διάφοροι τύποι αντλιών, κάποιες από τις οποίες επικοινωνούν με ειδικές συσκευές συνεχούς καταγραφής των επιπέδων γλυκόζης.
Επιστροφή στην αρχήΓια να επιτευχθεί η φυσιολογική υποκατάσταση ινσουλίνης, ο ασθενής πρέπει να μετράει συστηματικά τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα του και να προσαρμόζει την δόση της ινσουλίνης ανάλογα με τους γλυκαιμικούς του στόχους. Αυτό γίνεται με 3 τρόπους:
α. Συστηματική καταγραφή των επιπέδων γλυκόζης από το ίδιο τον ασθενή. Αυτό γίνεται με την χρήση γλουκόμετρων, τουλάχιστον 4 φορές την ημέρα: πριν τα γεύματα και την κατάκλιση, ενώ επιπλέον μετρήσεις χρειάζονται πριν την άσκηση, την οδήγηση, στο αίσθημα της υπογλυκαιμίας και σε περίοδο ασθένειας.
β. Συνεχής καταγραφή των επιπέδων γλυκόζης μέσω ειδικών συσκευών. Ένας λεπτός καθετήρας εισάγεται κάτω από τον δέρμα και μέσω ειδικού αισθητήρα καταγράφει ανελλιπώς τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Εφαρμογές επαγρύπνησης ενημερώνουν εγκαίρως για την διόρθωση της υπο- και υπερ-γλυκαιμίας.
γ. Η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c), που ανάλογα με την ρύθμιση του ασθενούς πρέπει να μετριέται κάθε 3 με 6 μήνες.
Επιστροφή στην αρχήΜία καλά ισορροπημένη, θρεπτική δίαιτα αποτελεί θεμελιώδες συστατικό της θεραπείας του Διαβήτη τύπου 1. Οι αναλογίες των απαραίτητων συστατικών της διατροφής πρέπει να εξατομικεύονται. Γενικά 45% των θερμίδων της διατροφής των ασθενών με Διαβήτη τύπου 1 αποτελούν οι υδατάνθρακες, 25% με 35% τα λίπη και 10% με 35% οι πρωτεΐνες. Επιπλέον, ασθενείς με Διαβήτη τύπου 1 πρέπει να εκπαιδευτούν στον υπολογισμό των υδατανθράκων των φαγητών, που καταναλώνουν και του ποσού της ινσουλίνης που τους αντιστοιχεί. Το τελευταίο διαφοροποιείται αρκετά για κάθε ασθενή και πρέπει να καθοριστεί από τον ενδοκρινολόγο.
Επιστροφή στην αρχήΗ άθληση αποτελεί το τρίτο θεμελιώδες συστατικό της θεραπείας του Διαβήτη τύπου 1. Πέρα από τα γνωστά οφέλη, η προστασία του καρδιαγγειακού και η διατήρηση του σωματικού βάρους είναι επιπλέον οφέλη της άσκησης για τον ασθενή με Διαβήτη τύπου 1. Ο ενδοκρινολόγος θα πρέπει να εκπαιδεύσει τον ασθενή στην προσαρμογή της δόσης και της ώρας της ινσουλίνης σε σχέση με την άσκηση.
Επιστροφή στην αρχήΓια την επιτυχή έκβαση της θεραπείας θεμελιώδης είναι η εκπαίδευση του ασθενούς, ώστε να κατανοήσει την φύση της νόσου του, το σχήμα της θεραπείας του και τις ιδιαιτερότητές του, τους γλυκαιμικούς του στόχους, το πως πρέπει να προσαρμόζει την δόση της ινσουλίνης ανάλογα με τις συνθήκες (άσκηση, στρες, υπογλυκαιμία), τον υπολογισμό των υδατανθράκων, του λίπους και των πρωτεϊνών των γευμάτων του, την σωστή χρήση της αντλίας ινσουλίνης, την σωστή τεχνική των ενέσεων, τους κανόνες υγιεινής διατροφής και άθλησης, καθώς και την πρόληψη των επιπλοκών. Η ολοκληρωμένη αυτή γνώση βοηθάει τον ασθενή να αποδεχθεί την νόσο του και να συναινέσει στην αντιμετώπισή της.
Επιστροφή στην αρχήΣτο ιατρείο μας παρέχουμε εντατική εκπαίδευση των ασθενών με Διαβήτη τύπου 1 και σχεδιάζουμε προσωποποιημένα σχήματα ινσουλίνης, διατροφής και άσκησης, με στόχο την βέλτιστη για τον κάθε ασθενή θεραπευτική λύση, την ασφάλεια και την καλύτερη ποιότητά της ζωής του. Στην πρώτη επίσκεψη ο ασθενής λαμβάνει επιπλέον το συνολικό πρόγραμμα της παρακολούθησής του με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και στόχους.’’
Ο στόχος της μεταμόσχευσης παγκρέατος στους ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1 είναι η ανεξαρτητοποίηση των ασθενών από την ινσουλίνη, η μείωση των επιπλοκών και η βελτιστοποίηση της ποιότητας της ζωής των ασθενών. Η μεταμόσχευση παγκρέατος συνήθως πραγματοποιείται ταυτόχρονα με την μεταμόσχευση νεφρού, σε υποψήφιους νεφροπαθείς με νεφρική νόσο τελικού σταδίου και Διαβήτη τύπου 1. Πιο σπάνια πραγματοποιείται η μεταμόσχευση παγκρέατος μετά την μεταμόσχευση νεφρού ή μόνη της. Σε κάθε περίπτωση, οι ασθενείς λαμβάνουν ανοσοκαταστολή εφόρου ζωής, ώστε να αποτραπεί η απόρριψη του μοσχεύματος.
Επιστροφή στην αρχήΗ 5ετής επιβίωση του μοσχεύματος, όταν η μεταμόσχευση πραγματοποιείται ταυτόχρονα με την μεταμόσχευση νεφρού, είναι περίπου 69% με 73%. Ενώ η 5ετής επιβίωση του μοσχεύματος, για μεταμόσχευση μόνο παγκρέατος είναι περίπου 54%.
Επιστροφή στην αρχήΗ μεταμόσχευση των νησιδίων του παγκρέατος είναι υπό ανάπτυξη και πραγματοποιείται αυτή την στιγμή μόνο σε πειραματικές μελέτες. Και η μεταμόσχευση των Νησιδίων του Langerhans απαιτεί ανοσοκαταστολή εφόρου ζωής.
Επιστροφή στην αρχήΗ υπογλυκαιμία είναι η πιο συχνή επιπλοκή που παρατηρείται στους ινσουλινοθεραπευόμενους διαβητικούς. Λιγότερο συχνά, συμβαίνει και στους διαβητικούς ασθενείς, που παίρνουν φάρμακα, τα οποία διεγείρουν τα β-κύτταρα του παγκρέατος να εκκρίνουν ινσουλίνη, όπως οι σουλφονυλουρίες. Το χαμηλότερο φυσιολογικό όριο της γλυκόζης νηστείας είναι 70 mg/dl. Κάτω από αυτά τα επίπεδα ο οργανισμός κινητοποιεί νευρικούς και ορμονικούς μηχανισμούς με στόχο να αποτρέψει την περεταίρω πτώση των επιπέδων γλυκόζης, ώστε να εξασφαλίσει την ομαλή λειτουργία του εγκεφάλου. Η πιο σημαντική ορμόνη, που εμποδίζει την πτώση του σακχάρου είναι η γλυκαγόνη. Δυστυχώς, με το πέρασμα των χρόνων οι διαβητικοί χάνουν σταδιακά τους μηχανισμούς που διαθέτουν ενάντια στην υπογλυκαιμία. Από την άλλη μεριά, σοβαρή και επαναλαμβανόμενη υπογλυκαιμία μπορεί να οδηγήσει σε κώμα, μη αναστρέψιμη νευρολογική βλάβη ή και θάνατο. Η θεραπεία της υπογλυκαιμίας συνίσταται στην πρόσληψη 15 γρ. γλυκόζης, όπως ο φυσικός χυμός πορτοκάλι. Σε πιο σοβαρές περιπτώσεις η αντιμετώπιση γίνεται στο νοσοκομείο. Ωστόσο, πιο σημαντική είναι η πρόληψη της υπογλυκαιμίας, που επιτυγχάνεται με την σωστή εκπαίδευση του διαβητικού ασθενή και την συμμόρφωσή του στην αγωγή.
Επιστροφή στην αρχήΠρόκειται για τις δύο πιο σοβαρές οξείες επιπλοκές του διαβήτη, που αν δεν αντιμετωπισθούν εγκαίρως μπορούν να οδηγήσουν σε θάνατο. Χαρακτηρίζονται από σοβαρή υπεργλυκαιμία, που οδηγεί σε αφυδάτωση και οξεία διαταραχή του μεταβολισμού. Και οι δύο αυτές υπεργλυκαιμικές κρίσεις οφείλονται σε έναν συνδυασμό σχετικής ή απόλυτης ένδεια ινσουλίνης και ανόδου των ορμονών του στρες, που όμως ανταγωνίζονται την δράση της ινσουλίνης και έτσι επιδεινώνουν την υπεργλυκαιμία. Στην περίπτωση της διαβητικής κετοξέωσης, που συνήθως συμβαίνει σε ασθενείς με Διαβήτη τύπου 1, η έλλειψη ινσουλίνης οδηγεί χαρακτηριστικά στην παραγωγή κετονών, που επιβαρύνουν επιπλέον την μεταβολική διαταραχή. Ο καταλύτης συνήθως είναι μία κατάσταση στρες, όπως μία σοβαρή λοίμωξη, το έμφραγμα του μυοκαρδίου ή μία πρόσφατη επέμβαση. Πολλές φορές οι δύο αυτές επείγουσες καταστάσεις οδηγούν στην πρώτη διάγνωση του διαβήτη.
Επιστροφή στην αρχήΟμοίως με την υπογλυκαιμία, πιο σημαντική είναι η πρόληψη αυτών των επιπλοκών, που επιτυγχάνεται με την σωστή εκπαίδευση του διαβητικού ασθενή και την συμμόρφωσή στην αγωγή του. Στο ιατρείο μας, η εμπειρία μας σε μεγάλα κέντρα διαβήτη στο εξωτερικό μας επιτρέπει να παρέχουμε ένα εντατικό σχήμα εκπαίδευσης των ασθενών με διαβήτη με έμφαση στην πρόληψη και αντιμετώπιση των σοβαρών οξέων επιπλοκών της νόσου.
Ο διαβήτης είναι μία πολυ-συστηματική νόσος που επηρεάζει τα περισσότερα όργανα του σώματος, σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του διαβητικού ασθενή. Η διαβητική αγγειοπάθεια και νευροπάθεια ωστόσο προκαλούν σημαντική νοσηρότητα και θνησιμότητα και για αυτό χρειάζονται ενδελεχή και συστηματικό έλεγχο.
Επιστροφή στην αρχήΟι μακρο-αγγειακές επιπλοκές του διαβήτη αφορούν στα μεγάλα αγγεία και αποτελούν στην ουσία μία επιταχυνόμενη μορφή αθηροσκλήρωσης, στην οποία οφείλονται τα αυξημένα ποσοστά εμφραγμάτων, αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, και περιφερειακής γάγγραινας, που παρατηρούνται στους διαβητικούς ασθενείς. Πράγματι, οι διαβητικοί ασθενείς παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο να πεθάνουν από μία από τις παραπάνω επιπλοκές, που στο σύνολό τους ονομάζονται αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσος, ενώ το προσδόκιμο επιβίωσής τους είναι κατά 6-8 χρόνια μικρότερο από τον γενικό πληθυσμό.
Επιστροφή στην αρχήΣημαντικό κομμάτι λοιπόν, της αντιμετώπισης του διαβήτη, αποτελεί η πρόληψη ή/και θεραπεία των μακροαγγειακών επιπλοκών, που συνίσταται, πέρα από την σωστή γλυκαιμική ρύθμιση, στην αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου της αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακής νόσου. Αυτοί είναι η παχυσαρκία, η υπέρταση, η δυσλιπιδαιμία και το κάπνισμα. Ειδικά οι ασθενείς με Διαβήτη τύπου 2, κατά την στιγμή της διάγνωσής τους έχουν είδη έναν ή περισσότερους παράγοντες κινδύνου ή και νοσούν από κάποιες από τις επιπλοκές τους. Έχει αποδειχθεί ότι η αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνου της αθηροσκληρωτικής καρδιαγγειακή νόσου μειώνει την καρδιαγγειακή θνητότητα.
Επιστροφή στην αρχήΟι μίκρο-αγγειακές επιπλοκές του διαβήτη αφορούν στα μικρότερα αγγεία και περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο την διαβητική οφθαλμοπάθεια και νευροπάθεια.
Επιστροφή στην αρχήΗ διαβητική οφθαλμοπάθεια είναι μία από τις σοβαρότερες αιτίες τύφλωσης παγκοσμίως. Η επίπτωσή της φτάνει στο 75%-95% μετά από 15 χρόνια Διαβήτη τύπου 1 και φτάνει στο 60% μετά από 15 χρόνια Διαβήτη τύπου 2. Επιπλέον, τελικού σταδίου διαβητική νεφρική νόσο αναπτύσσει το 40% των ασθενών με Διαβήτη τύπου 1 ενώ το ποσοστό αυτό είναι μικρότερο του 20% στους ασθενείς με Διαβήτη τύπου 2.
“Τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο όλοι οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 διάρκειας ≥5 πρέπει να ελέγχουν την έκκριση αλβουμίνης στα ούρα τους”
“Τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο όλοι οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 διάρκειας ≥5 πρέπει να έχουν οφθαλμολογική εξέταση από οφθαλμίατρο”
Επιστροφή στην αρχήΗ διάρκεια του διαβήτη και η γλυκαιμική ρύθμιση αποτελούν βασικούς παράγοντες κινδύνου των μικροαγγεικών επιπλοκών. Πρόσθετοι παράγοντες κινδύνου αποτελούν η υπέρταση, η ύπαρξη άλλων μικροαγγειακών επιπλοκών, το κάπνισμα, η παχυσαρκία, η ηλικία και γενετκοί παράγοντες. Όπως και για τις υπόλοιπες επιπλοκές του διαβήτη, η πρόληψή τους είναι πολύ σημαντική και περιλαμβάνει μία σειρά από ενέργειες, όπως η συστηματική διερεύνησή τους και αντιμετώπιση των παραγόντων κινδύνων.
“Η βελτιστοποίηση των επιπέδων σακχάρου στο αίμα και της αρτηριακής πίεσης μειώνει τον κίνδυνο αλλά και επιβραδύνει την εξέλιξη της διαβητικής νεφροπάθειας”
“Η βελτιστοποίηση των επιπέδων σακχάρου και των λιπιδίων (χοληστερίνης) στο αίμα αλλά και της αρτηριακής πίεσης μειώνει τον κίνδυνο αλλά και επιβραδύνει την εξέλιξη της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας”
Επιστροφή στην αρχήΗ περιφερική και η αυτόνομη νευροπάθεια είναι οι δύο πιο συχνές επιπλοκές τόσο του Διαβήτη τύπου 1 όσο και του Διαβήτη τύπου 2. Έως και 50% των ασθενών με Διαβήτη τύπου 2 αναπτύσσουν διαβητική νευροπάθεια. Η περιφερική νευροπάθεια αφορά στα περιφερικά νεύρα και η πιο συχνή είναι η Περιφερική Συμμετρική Πολυνευροπάθεια, που χαρακτηρίζεται από προοδευτική απώλεια της αισθητικότητας και της κινητικότητας. Τα μακρύτερα νεύρα είναι ιδιαιτέρως ευαίσθητα και για αυτό πιο συχνά επηρεάζονται τα πόδια. Δυστυχώς, έως και 50% των ασθενών είναι ασυμπτωματικοί. Αν η νόσος δεν διαγνωσθεί και θεραπευτεί εγκαίρως ο ασθενής διατρέχει αυξημένο κίνδυνο να τραυματίσει τα πόδια του χωρίς να το αντιληφθεί λόγω της έλλειψης της αισθητικότητας και έτσι να αναπτύξει έλκη, που τελικά μπορούν να οδηγήσουν σε ακρωτηριασμό, με σημαντική μείωση της ποιότητας και του προσδόκιμου επιβίωσης της ζωής των ασθενών. Συνεπώς και εδώ η πρόληψη έχει υψίστη σημασία.
“Τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο όλοι οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 και οι ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 διάρκειας ≥5 πρέπει να ελεγχούν για διαβητική περιφερική νευροπάθεια”
“Η βελτιστοποίηση των επιπέδων του σακχάρου στο αίμα προλαμβάνει ή καθυστερεί την ανάπτυξη νευροπάθειας στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 και επιβραδύνει την εξέλιξη της νευροπάθειας στους ασθενείς με διαβήτη τύπου 2.”
Επιστροφή στην αρχήΗ Νευροπάθεια του Αυτόνομου Νευρικού συστήματος αποτελεί συχνό κλινικό πρόβλημα των ασθενών με διαβήτη καθώς μπορεί να περάσει απαρατήρητη, ενώ μπορεί να επηρεάσει πολλαπλά όργανα, όπως η αρτηριακή πίεση και ο σφυγμός, η λειτουργία του γαστρεντερικού σωλήνα και της ουροδόχου κύστης αλλά και της στυτικής λειτουργίας. Η στυτική δυσλειτουργία σχετίζεται στενά με την εμφάνιση στεφανιαίας νόσου καθώς προηγείται αυτής κατά 3-5 έτη. Κατά παρόμοιο τρόπο με τις λοιπές επιπλοκές του διαβήτη η πρόληψη αποτελεί την καλύτερη αντιμετώπιση.
‘’Στο ιατρείο μας, οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη ακολουθούν ένα συστηματικό πρόγραμμα παρακολούθησης, όπου μαζί με την γλυκαιμική ρύθμιση οι επιπλοκές του διαβήτη εξετάζονται και αντιμετωπίζονται ενδελεχώς και συστηματικά, με βάση τις διεθνείς οδηγίες σας αλλά και την εμπειρία μας από τα μεγαλύτερα κέντρα του εξωτερικού.’’
Επιστροφή στην αρχή